- μεστωμένος
- η , ο[ν]1) налитой, наливной; зрелый, спелый; 2) упитанный, полный (о теле)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδυνάμωτος — η, ο [δυναμώνω] (για πρόσωπα) 1. αυτός που δεν έχει δυναμώσει, δεν έχει αναλάβει ακόμη από κάποια ασθένεια 2. (για καρπούς) ο μη μεστωμένος, ο ανώριμος … Dictionary of Greek
ανάμεστος — η, ο (Α ἀνάμεστος, ον και ος, η, ον) πλήρης, γεμάτος νεοελλ. (και μτφ.) ώριμος, μεστωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μεστός. ΠΑΡ. αρχ. ἀναμεστόω νεοελλ. αναμεστώνω] … Dictionary of Greek
εγκάρπιος — ἐγκάρπιος, ον (Α) (για καρπό) 1. αυτός που περιέχει σπόρους 2. ώριμος, μεστωμένος … Dictionary of Greek
μεστώνω — μεστώνω, μέστωσα, μεστωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
άμεστος — άμεστος, η, ο και αμέστωτος, η, ο 1. (για καρπούς), αυτός που δεν είναι μεστωμένος, ώριμος: Τα στάρια ήταν ακόμη αμέστωτα. 2. (για ανθρώπους), αυτός που δεν ωρίμασε σωματικά ή πνευματικά: Το μυαλό του είναι ακόμα αμέστωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεστός — ή, ό 1. γεμάτος, πλήρης: Βαρέλι μεστό με κρασί. 2. ώριμος, γινωμένος, μεστωμένος: Κόψαμε τα μεστά σταφύλια. 3. γεροδεμένος, σφιχτός: Οι αθλητές με τα μεστά κορμιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεστώνω — μέστωσα, μεστωμένος 1. μτβ., κάνω κάτι μεστό, ωριμάζω: Η συκιά μέστωσε τους καρπούς της. 2. αμτβ., γίνομαι μεστός, ώριμος: Μέστωσε και παίρνει σωστές αποφάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροφαντός — τροφαντός, ή, ό και τορφαντός, ή, ό (αντί προφαντός) 1. πρώιμος, πρωτόφαντος (για καρπούς): Τροφαντό πορτοκάλι. 2. μτφ., παχύς, καλοθρεμμένος, μεστωμένος (για ανθρώπους): Τροφαντό κορίτσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)